Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος, λίγο μετά τη σφαγή του Κονέκτικατ, αναρωτιέται τι ώρα κλείνουν αύριο τα μαγαζιά.

Ήταν ένα όμορφο απόγευμα γιορτών.
Πήγα στο γραφείο τραγουδώντας σαν χαζός το «Do They Know it’s
Christmas», αγκαλιά με μια γαβάθα βότκα, σοκολατάκια, κέικ. Χαρούμενοι
άνθρωποι που ξεκινάμε κάτι καινούργιο και όμορφοι να πιάνουμε ο ένας τα
μάγουλα του άλλου από ευγνωμοσύνη στην ομορφιά της ζωής. Σε μια
χαρούμενη μέρα, που ξεκίνησε με την ταινία «Η Ζωή του Πι», και την
αναζήτηση του Θεού, συνεχίστηκε με μια γλυκιά συνομιλία με τον Γιώργο
Πανόπουλο για τη μοίρα των ανθρώπων, τη γλύκα και το βάσανό τους. Γύρισα
σπίτι 12 το βράδυ, κουβαλώντας σαν κάτι πολύτιμο, μια σακούλα με
κρεμμύδια που μου ζήτησε να της αγοράσω η μάνα μου. Πανέτοιμος για ένα
όμορφο βράδυ, αγκαλιά με τους γάτους μου, τα αγαπημένα μου σίριαλ που
έχω κατεβάσει να δω, τη γκρίνια της μάνας, το σπιτικό φαγητό, τα
αξημέρωτα καμάκια στο Ίντερνετ.
Στην πόρτα, σχεδόν πριν
μπω μέσα, η μάνα Σοφία μου είπε για κάτι φοβερό που συνέβη στο
Κονέκτικατ, για μια ακόμα σφαγή σε σχολείο. Μου ζήτησε να ανοίξω τα ξένα
κανάλια για να της μεταφράσω τι συνέβη. Μια στιγμή, ίσως και δυο και
τρεις, και όλα τα χριστουγεννιάτικα λαμπάκια που ακόμα δεν είχα προλάβει
να ανάψω, αλλά υπολόγιζα να το κάνω αύριο, έσβησαν, χωρίς καν τον
εντυπωσιακό θόρυβο ενός πυροβολισμού. Έσβησαν σαν κάτι που δεν είχε λόγο
να υπάρχει εξ’ αρχής. Στο ανολοκλήρωτο μιας αθωότητας που δεν της
δόθηκε καν η επιλογή του να σκληρύνει. 20 παιδιά ηλικίας 5 ως 10 ετών,
δολοφονημένα από έναν 20χρονο στο σχολείο τους, μαζί με τη μητέρα του
και τον ίδιο που αυτοκτόνησε.