Screen Shot 2014-07-11 at 8.00.03 AMτου Πέτρου Τσάγκαρη
Στο 19ο αιώνα, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες περιοδικές
οικονομικές κρίσεις, οι άρχουσες τάξεις σε διάφορες χώρες προσπάθησαν συστηματικά να αποστρακίσουν τη λαϊκή οργή, μετατρέποντας τους Εβραίους
σε εξιλαστήρια θύματα. Ο σιωνισμός είναι ένα πολιτικό ρεύμα που
εμφανίστηκε ακριβώς ως απάντηση σ’ αυτή την τακτική. Οι ηγέτες αυτού το
ρεύματος έβγαλαν το απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι ο αντισημιτισμός δεν
μπορεί να αντιμετωπιστεί και, προκειμένου να γλιτώσουν τους διωγμούς,
οι Εβραίοι θα έπρεπε να μεταναστεύσουν σε μια περιοχή όπου θα έστηναν
ένα αποκλειστικά εβραϊκό κράτος.
Ο Τέοντορ Χερτσλ, ο «πατέρας» του σιωνισμού, έγραφε «για την
κενότητα και ματαιότητα της προσπάθειας για “πάλη” ενάντια στον
αντισημιτισμό» και υποστήριζε τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους σε
μια υπανάπτυκτη χώρα έξω από την Ευρώπη. Ο Χερτσλ ήταν επίσης σαφής
λέγοντας ότι το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να έρθει σε πέρας χωρίς
την υποστήριξη μιας τουλάχιστον από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις. Μόλις εξασφαλιζόταν μια τέτοια υποστήριξη, το σιωνιστικό
κίνημα θα μπορούσε να λειτουργεί όπως και οι υπόλοιπες αποικιοκρατικές
εξορμήσεις.
Ο Χερτσλ έγραψε ότι αν το εβραϊκό κράτος δημιουργείτο στην
Παλαιστίνη, τότε αυτό θα αποτελούσε «τμήμα του προμαχώνα της Ευρώπης
ενάντια στην Ασία, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του πολιτισμού ενάντια στη
βαρβαρότητα». Με άλλα λόγια, το νέο κράτος θα ήταν μέρος του συστήματος
της αποικιακής κυριαρχίας πάνω στον υπόλοιπο κόσμο.
Ιμπεριαλισμός
Μπορεί να μοιάζει αλλόκοτο, αλλά οι ιδρυτές του σιωνισμού, προκει
μένου
να πετύχουν τους στόχους τους, ήταν έτοιμοι να συμμαχήσουν με τους πιο
αιμοδιψείς αντισημίτες. Ο ίδιος ο Χερτσλ πλησίασε τον κόμη φον Πλέβε,
τον πιο θερμό υποστηριχτή των χειρότερων αντιεβραϊκών πογκρόμ στη
Ρωσία, με το εξής μήνυμα: «Όσο πιο σύντομα μας βοηθήσεις να φτάσουμε
στη χώρα μας, τόσο πιο γρήγορα θα λήξει η εξέγερση [ενάντια στον
Τσάρο]». Και για να γίνει πιο σαφής η πρόταση, οι σιωνιστές
προσφέρονταν να συμβάλλουν στην εξασφάλιση των τσαρικών συμφερόντων
στην Παλαιστίνη, καθώς και να απαλλάξουν την Ανατολική Ευρώπη και τη
Ρωσία από τους «επιβλαβείς και ανατρεπτικούς αναρχο-μπολσεβίκους
Εβραίους» -δηλαδή ακριβώς από τους ανθρώπους που ήθελαν να παλέψουν
ενάντια στον αντισημιτισμό και όχι να συνθηκολογήσουν μαζί του. Πολύ
φυσιολογικά, ο φον Πλέβε συμφώνησε να χρηματοδοτήσει το σιωνιστικό
κίνημα, ώστε αυτό να αποτελέσει αντίβαρο στη σοσιαλιστική αντιπολίτευση
στον τσάρο.
Όταν, μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η περιοχή της
Παλαιστίνης πέρασε στον έλεγχο της Βρετανίας, οι σιωνιστές έστρεψαν την
προσοχή τους στην προσπάθεια να επηρεάσουν τη βρετανική κυβέρνηση. Ο
τότε ηγέτης των σιωνιστών Χαΐμ Βάιτσμαν έλεγε τα εξής: «Μια εβραϊκή
Παλαιστίνη θα αποτελούσε μια εξασφάλιση για την Αγγλία, ειδικά όσον
αφορά το Κανάλι του Σουέζ».
Αυτό το επιχείρημα ήταν όλο και περισσότερο πειστικό για τη
βρετανική άρχουσα τάξη. Ο πόλεμος είχε υπογραμμίσει τη σημασία της
Μέσης Ανατολής, η οποία μπορούσε να ελέγχει τις θαλάσσιες διαδρομές για
την Άπω Ανατολή και περιλάμβανε τα εξαιρετικά κερδοφόρα (αλλά και
ζωτικής σημασίας από στρατηγική άποψη) περσικά κοιτάσματα πετρελαίου.
Το Νοέμβριο του 1917, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, ο λόρδος Μπάλφουρ
(διαβόητος αντισημίτης ο ίδιος) εξέδωσε διακήρυξη με την οποία η
κυβέρνησή του δεσμευόταν να υποστηρίξει «την εγκαθίδρυση ενός εθνικού
κράτους για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη». Η διακήρυξη Μπάλφουρ δεν
δημιούργησε ένα εβραϊκό κράτος, ωστόσο ενθάρρυνε τη μαζική μετανάστευση
Εβραίων στην Παλαιστίνη (και άρα την έξοδό τους από την Ευρώπη) και
συνακόλουθα τη δόμηση μιας εκτεταμένης κοινότητας εποίκων, η οποία
αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ.
Ωστόσο υπήρχε ένα πρόβλημα. Παρά τη σιωνιστική προπαγάνδα ότι η
Παλαιστίνη ήταν «μια χώρα χωρίς λαό, προορισμένη για έναν λαό χωρίς
χώρα», η περιοχή ήταν στην πραγματικότητα η πιο πυκνοκατοικημένη ζώνη
της Ανατολικής Μεσογείου. Οι κάτοικοι ήταν Άραβες οι οποίοι ζούσαν εκεί
για 1.000 χρόνια περίπου και οι οποίοι είχαν αναπτύξει ένα αξιόλογο
οικονομικό δίκτυο. Μικροί εβραϊκοί οικισμοί υπήρχαν στην Παλαιστίνη από
το τέλος του 19ου αιώνα, όμως μετά το 1917 η διαδικασία εποικισμού
αυξήθηκε ραγδαία. Διάφορες εβραϊκές οργανώσεις αγόραζαν μεγάλες
εκτάσεις γης, που ανήκαν σε γαιοκτήμονες που δεν ζούσαν πια εκεί,
εκτοπίζοντας όμως μεγάλο αριθμό Παλαιστίνιων αγροτών. Επίσης οι
σιωνιστές άρχισαν να κτίζουν ένα θύλακο αποκλειστικά εβραϊκής
οικονομίας, οργανωμένο γύρω από τη Χισταντρούτ, τη γενική συνομοσπονδία
των εβραίων εργατών της Παλαιστίνης. Οι έποικοι αρνούνταν να προσλάβουν
Άραβες εργάτες και μποϊκόταραν τα αραβικά προϊόντα.
Παρότι οι σιωνιστές έφτασαν μέχρι και σε τρομοκρατικές ενέργειες
(βόμβες κ.λπ.) κατά των Βρετανών, η σχέση μεταξύ των δύο αυτών μερών
ήταν λυκοφιλική. Οι βρετανικές αποικιοκρατικές αρχές βοήθησαν στην
ίδρυση και στην εκπαίδευση της σιωνιστικής πολιτοφυλακής, έδωσαν σε
εβραϊκά κεφάλαια το 90% των οικονομικών συμβολαίων, ενώ πλήρωναν στους
εποίκους υψηλότερους μισθούς απ’ ό,τι στους Άραβες. Ήδη από τη δεκαετία
του ’20 η βρετανική κυβέρνηση συνεργαζόταν με τους εβραίους εποίκους,
προσπαθώντας να καταστείλει τις μαζικές αραβικές διαδηλώσεις, που
γίνονταν με αιτήματα τον αναδασμό της γης, την καταπολέμηση της
ανεργίας και την απόκτηση της ανεξαρτησίας.
Η πιο επίμονη εξέγερση των Παλαιστινίων έλαβε χώρα από το 1936 έως
το 1939. Τότε υπήρξε πολύμηνη γενική απεργία, άρνηση πληρωμής φόρων,
κοινωνική ανυπακοή, αλλά και ένοπλες συγκρούσεις. Οι Βρετανοί
αντέδρασαν επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο και άγρια καταστολή,
στηριζόμενοι πρωτίστως στις σιωνιστικές δυνάμεις. Εκατοντάδες
Παλαιστίνιοι εκτελέστηκαν, χιλιάδες φυλακίστηκαν, ενώ κατεδαφίστηκαν
χιλιάδες σπίτια.
Ναζί
Όμως ακόμη και στη δεκαετία του 1930 οι περισσότεροι εβραίοι δεν είχαν
καμιά διάθεση να μετακινηθούν στην Παλαιστίνη. Ο σιωνισμός ήταν ακόμη
ένα περιθωριακό κίνημα, γι’ αυτό και στην Παλαιστίνη πήγε μόνον το 8,5%
των εβραίων μεταναστών εκείνη την περίοδο. Και μάλιστα το νούμερο αυτό
θα ήταν πολύ μικρότερο, αν χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Αγγλία δεν εφάρμοζαν
τόσο ρατσιστικές πολιτικές μετανάστευσης, βάσει των οποίων αποκλείονταν
οι περισσότεροι εβραίοι από τις τοπικές κοινωνίες.
Η ίδρυση του σιωνιστικού κράτους θεωρείται συνήθως δικαιολογημένη
αντίδραση στην άνοδο του φασισμού και στο έγκλημα του ναζιστικού
Ολοκαυτώματος, που εξόντωσε 6 εκατομμύρια εβραίους. Ωστόσο οι σιωνιστές
όχι μόνον δεν αγωνίστηκαν κατά του φασισμού, αλλά πολύ συχνά
συνεργάστηκαν με τους ναζί! Το 1933 η Σιωνιστική Ομοσπονδία της
Γερμανίας εξέδωσε ένα μνημόνιο υποστήριξης προς τους ναζί που έλεγε τα
εξής: «Πάνω στα θεμέλια του νέου [ναζιστικού] κράτους, το οποίο
εγκαθίδρυσε την αρχή του φυλετισμού, επιθυμούμε να εντάξουμε την
κοινότητά μας μέσα στη συνολική δομή, έτσι ώστε να είναι δυνατή και για
μας η παραγωγική δραστηριότητα για την Πατρίδα, στις σφαίρες που μας
ανατίθενται». Το σιωνιστικό κίνημα έφτασε μάλιστα στο σημείο να
αντιτίθεται στη χαλάρωση των μεταναστευτικών νόμων των ΗΠΑ και της Δ.
Ευρώπης, η οποία θα επέτρεπε σε πολύ περισσότερους εβραίους να βρουν
καταφύγιο στις χώρες αυτές. Ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν (ο μετέπειτα πρώτος
πρωθυπουργός του Ισραήλ) είχε γράψει το εξής ανατριχιαστικό το 1938:
«Αν είχα ως δεδομένο ότι θα ήταν δυνατόν να σωθούν όλα τα μικρά
εβραιόπουλα της Γερμανίας με το να τα μεταφέρουμε στην Αγγλία και μόνον
τα μισά από αυτά με το να τα μεταφέρουμε στο Ισραήλ, τότε θα διάλεγα τη
δεύτερη λύση»!
Εθνοκάθαρση
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχε αλλάξει. Το 1947 όλες οι ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αποφάσισαν το
διαμελισμό της Παλαιστίνης σε δύο χωριστά κράτη, ένα εβραϊκό και ένα
παλαιστινιακό (φυσικά το καθένα από τα τότε ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα
ήλπιζε ότι θα τραβήξει στη δική του πλευρά το νέο κράτος). Παρότι οι
εβραίοι αποτελούσαν μόνο το 31% του πληθυσμού, τους δόθηκε το 55% του
καλλιεργήσιμου εδάφους. Όμως ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό για τους
σιωνιστές. Ήδη από το 1938 ο Μπεν Γκουριόν είχε διακηρύξει τα εξής: «Τα
σύνορα των σιωνιστικών μας βλέψεων περιλαμβάνουν το νότιο Λίβανο, τη
νότια Συρία, τη σημερινή Ιορδανία, τη Δυτική Όχθη, τη χερσόνησο του
Σινά… Αφότου θα έχουμε γίνει μια ισχυρή δύναμη, ως αποτέλεσμα της
δημιουργίας του κράτους μας, θα καταργήσουμε το διαμελισμό και θα
επεκταθούμε σε ολόκληρη την Παλαιστίνη. Το κράτος θα αποτελέσει μόνον
ένα στάδιο στην πορεία υλοποίησης του σιωνισμού και ο ρόλος του είναι
να προετοιμάσει το έδαφος για την εξάπλωσή μας. Το κράτος θα πρέπει να
διατηρεί την τάξη όχι μέσω κηρυγμάτων, αλλά μέσω πολυβόλων».
Το σιωνιστικό σχέδιο μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνον αν εκτοπιζόταν ο
τοπικός αραβικός πληθυσμός. Ο Γιόζεφ Βάιτς, επικεφαλής του Τμήματος
Αποικιοποίησης του Εβραϊκού Γραφείου, ξεκαθάριζε το θέμα από το 1940:
«Δεν υπάρχει χώρος και για τους δύο λαούς σ’ αυτή τη χώρα. Και δεν
υπάρχει άλλος τρόπος από το να μεταφέρουμε τους Άραβες από εδώ στις
γειτονικές χώρες. Και για να τους μεταφέρουμε όλους: δεν πρέπει να
μείνει ούτε ένα χωριό, ούτε μία φυλή».
Το 1948 αυτή η πολιτική μπήκε σε εφαρμογή. Οι σιωνιστικές δυνάμεις
κατέλαβαν το 75% της γης και εκτόπισαν 750.000 Παλαιστίνιους.
Παραστρατιωτικές δυνάμεις, στην οποίες συμμετείχαν οι μετέπειτα
πρωθυπουργοί του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν και Γιτζάκ Σαμίρ, προχώρησαν σε
μαζικές σφαγές σε χωριά Παλαιστινίων, με πιο γνωστή την τραγική
περίπτωση του Ντέιρ Γιασίν όπου δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ 254 άμαχοι,
άνδρες γυναίκες και παιδιά. Ο στόχος ήταν να τρομοκρατηθεί ο υπόλοιπος
παλαιστινιακός πληθυσμός και να εγκαταλείψει τα εδάφη του.
Σφαγές
Ο επίσημος ισραηλινός στρατός πραγματοποίησε επίσης άλλες θηριωδίες.
Ένας στρατιώτης αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε αργότερα αυτά που είδε στο
χωριό Ντουέιμα: «Σκότωσαν 80-100 Άραβες άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Για να σκοτώσουν τα παιδιά, θρυμμάτιζαν το κρανίο τους με λοστάρια. Δεν
υπήρξε ούτε ένα σπίτι που να μη θρήνησε ένα τουλάχιστον νεκρό. Οι
διοικητές μας, μορφωμένοι και με καλούς τρόπους –και οι οποίοι μάλιστα
θεωρούνταν οι “καλοί”– μετατράπηκαν σε στυγνούς φονιάδες και μάλιστα
όχι στη φλόγα της μάχης, αλλά εφαρμόζοντας μια μέθοδο εκτοπισμού και
εξόντωσης».
Μετά την εφαρμογή του διεθνούς σχεδίου διαμελισμού, περίπου 500
παλαιστινιακά χωριά βρέθηκαν κάτω από ισραηλινή κατοχή. Από αυτά τα 400
είχαν ισοπεδωθεί μέχρι το 1949, ενώ άλλα καταστράφηκαν τη δεκαετία του
’50.
Το 1969 ο Μοσέ Νταγιάν, πρώην αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και
υπουργός «Άμυνας», παραδεχόταν το εξής: «Ήρθαμε εδώ, σε μια χώρα την
οποία κατοικούσαν Άραβες, και χτίζουμε εδώ ένα εβραϊκό κράτος. Αντί για
αραβικά χωριά, ιδρύθηκαν εβραϊκά χωριά… Δεν υπάρχει ούτε ένας εβραϊκός
οικισμός που να μη δημιουργήθηκε στο χώρο που προηγουμένως υπήρχε ένα
αραβικό χωριό».
Πριν από το 1945, οι άποικοι κατείχαν περίπου το 6% των εδαφών της
ιστορικής Παλαιστίνης, ενώ με το τέλος του πολέμου του 1948 οι
σιωνιστές βρέθηκαν να κατέχουν το 78% των εδαφών. Μετά τον πόλεμο του
1967, το Ισραήλ κατέλαβε κι άλλες περιοχές, περιλαμβανομένης της
Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Στη Δυτική Όχθη οι κατακτητές
άρπαξαν το 55% της γης και το 70% των υδάτων. Στη Γάζα, 2.200 εβραίοι
έποικοι πήραν περισσότερο από το 40% της γης, τη στιγμή που 500.000
Παλαιστίνιοι στοιβάχτηκαν σε παραγκουπόλεις. Τελικά το 2005 το Ισραήλ
αποσύρθηκε από τη Γάζα, όπου όμως επέβαλε οικονομικό αποκλεισμό, ο
οποίος με τη σειρά του οδήγησε στις συνθήκες του γιγαντιαίου
στρατοπέδου συγκέντρωσης που βλέπουμε σήμερα.
Τελικά σήμερα, οι σιωνιστές έφτασαν να ελέγχουν το 90% της
καλλιεργήσιμης γης. Εκκενώθηκαν ολόκληρες πόλεις και καταλήφθηκαν ή
καταστράφηκαν οι παλαιστινιακοί οπωρώνες και ελαιώνες, οι
παλαιστινιακές βιομηχανίες, το τροχαίο υλικό, οι βιοτεχνίες, τα σπίτια
και οι άλλες ιδιοκτησίες.
Η πλειονότητα των Παλαιστινίων υπήρξε θύμα εθνικής εκκαθάρισης.
Όσοι Άραβες παρέμειναν μέσα στο Ισραήλ μετατράπηκαν σε πολίτες δεύτερης
κατηγορίας, ενώ όσοι εκδιώχθηκαν από τη γη τους, ζουν ακόμη στη μεγάλη
τους πλειονότητα σε συνθήκες εξαθλίωσης στα στρατόπεδα προσφύγων σε όλη
τη Μ. Ανατολή. Το Ισραήλ πέρασε το «Νόμο περί Επιστροφής» που επιτρέπει
σε κάθε πρόσωπο που έχει εβραϊκή καταγωγή να μεταναστεύσει στο Ισραήλ,
όμως στους Παλαιστίνιους απαγορεύεται να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Αλλά και όσοι Παλαιστίνιοι έμειναν μέσα στο Ισραήλ είναι σήμερα
πολίτες β’ κατηγορίας. Κατά μέσον όρο οι Άραβες του Ισραήλ είναι δύο
φορές πιο φτωχοί από τους Ισραηλινούς εβραίους. Και παρότι οποιοσδήποτε
εβραίος του κόσμου μπορεί πολύ εύκολα να γίνει Ισραηλινός πολίτης, οι
Ισραηλινοί Άραβες που παντρεύονται Παλαιστίνιους από τα Κατεχόμενα
Εδάφη δεν έχουν καν το δικαίωμα να ζήσουν στο Ισραήλ με το ταίρι τους.
Χωροφύλακας
Ένα κλασικό επιχείρημα για το γεγονός ότι το Ισραήλ είναι εξοπλισμένο
σαν αστακός, και συνεχίζει να ενισχύεται στρατιωτικά, είναι το ότι
περιβάλλεται από εχθρικές αραβικές χώρες. Ο Μοσέ Σαρέτ, πρωθυπουργός
του Ισραήλ τη δεκαετία του 1950, παραδεχόταν από τότε ότι η ισραηλινή
πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ποτέ δεν πίστεψε ότι οι αραβικές
κυβερνήσεις αντιπροσώπευαν κάποια σοβαρή απειλή για το Ισραήλ. Ίσα ίσα
ήταν το Ισραήλ εκείνο που προσπαθούσε να οδηγήσει τα αραβικά καθεστώτα
σε στρατιωτικές συγκρούσεις, στις οποίες ήταν βέβαιο ότι θα
επικρατούσε. Ο στόχος ήταν η αποσταθεροποίηση αυτών των καθεστώτων και
η κατάληψη όλο και περισσότερων εδαφών. Ο στόχος του Ισραήλ ήταν, κατά
τον Σαρέτ, «να διχάσει τον αραβικό κόσμο, να κατανικήσει το αραβικό
εθνικό κίνημα και να δημιουργήσει καθεστώτα-μαριονέτες, κάτω από την
περιφερειακή εξουσία του Ισραήλ». Επίσης, «να τροποποιήσει ριζικά το
συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή, μετατρέποντας το Ισραήλ σε κύρια
δύναμη στη Μέση Ανατολή».
Οι πράξεις του Ισραήλ έχουν επανειλημμένα καταδικαστεί από τα
Ηνωμένα Έθνη, ωστόσο οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ έχουν κάνει τα πάντα, ώστε
να εξασφαλιστεί ότι δεν θα εφαρμοστεί καμία από τις εν λόγω αποφάσεις
του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα το σιωνιστικό καθεστώς λαμβάνει από τις ΗΠΑ μια
τεράστια δωρεάν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Μόνον φέτος
αναμένεται να λάβει 2,5 δισ. δολ. ενώ τα προηγούμενα 9 χρόνια έχει
λάβει άλλα 15 δισ. Από τη μεριά του το κράτος του Ισραήλ, από την
ίδρυσή του κιόλας, υπήρξε υπερασπιστής των συμφερόντων της Ουάσινγκτον
στη Μ. Ανατολή. Ήταν το αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ στην περιοχή.
Και έχει επιτελέσει το έργο του: έχει εισβάλει και έχει αποσχίσει
κομμάτια από όλες τις γειτονικές αραβικές χώρες (Συρία, Λίβανο,
Ιορδανία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη), έχει αψηφήσει χωρίς συνέπειες πάνω από
120 αποφάσεις του ΟΗΕ, ενώ κατέχει πάνω από 250 πυρηνικές κεφαλές,
αποτελώντας τη μόνη πυρηνική δύναμη στη Μ. Ανατολή και φυσικά
απειλώντας με όλεθρο όποιον γείτονα τολμήσει να το κατανικήσει στο
συμβατικό πεδίο (γι’ αυτό οι ισραηλινές κυβερνήσεις ουρλιάζουν υστερικά
μήπως και αποκτήσει πυρηνικά όπλα το Ιράν).
Το 1951 η μεγάλης κυκλοφορίας ισραηλινή εφημερίδα «Χααρέτζ» έγραφε
τα εξής προφητικά: «Το Ισραήλ θα γίνει ο χωροφύλακας της περιοχής. Δεν
υπάρχει φόβος ότι θα αναλάβουμε οποιαδήποτε επιθετική δράση κατά των
αραβικών καθεστώτων, όταν κάτι τέτοιο θα αντιστρατεύεται σαφώς τις
επιθυμίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Όμως, αν για οποιονδήποτε λόγο οι
δυτικές δυνάμεις προτιμήσουν μερικές φορές να κλείσουν τα μάτια τους,
θα μπορούν να βασιστούν στο Ισραήλ, καθώς το τελευταίο θα τιμωρήσει μία
ή περισσότερες γειτονικές χώρες, των οποίων η ασέβεια προς τη Δύση θα
ξεπερνούσε τα όρια του επιτρεπτού».

ΚΑΡ